Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η αεροπορική συγκοινωνία

См. также в других словарях:

  • συγκοινωνία — η, ΝΜ [συγκοινωνῶ] νεοελλ. 1. η σύνδεση δύο αντικειμένων ή δύο σημείων με τη βοήθεια ενός μέσου, επικοινωνία («συγκοινωνία αγγείων») 2. η ενέργεια και τα μέσα για τη μετάβαση ή τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων από έναν τόπο σε έναν άλλο (α.… …   Dictionary of Greek

  • συγκοινωνία — η 1. επικοινωνία. 2. μετάβαση και μέσα μεταφοράς από έναν τόπο σε άλλο: Η ανατίναξη της γέφυρας προκάλεσε διακοπή της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας. – Αποκαταστάθηκε η αεροπορική συγκοινωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βανουάτου — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Το Β. βρίσκεται στη θαλάσσια περιοχή της Ωκεανίας, στο ΝΔ τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, ανατολικά της Νέας Καληδονίας και στα ¾ …   Dictionary of Greek

  • Ματάντι — (Matadi). Πόλη (230.000 κάτ. το 2003) της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, πρωτεύουσα της επαρχίας Κάτω Κονγκό (Bas Congo, 53.920 τ. χλμ., 3.815.700 κάτ.). Βρίσκεται κοντά στα σύνορα με την Αγκόλα, στις εκβολές του Κονγκό, σε απόσταση περίπου 150… …   Dictionary of Greek

  • Μπάφαλο — (Buffalo). Πόλη (292.648 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Ιδρύθηκε το 1803 από τον Tζόζεφ Έλικοτ για λογαριασμό της Hοlland Land Company με το όνομα Νέο Άμστερνταμ. Κατά τον Αγγλοαμερικανικό πόλεμο καταστράφηκε και… …   Dictionary of Greek

  • Ισκεντερούν — (Iskenderun). Πόλη (171.700 κάτ. το 2003) της Τουρκίας, στον νομό Χατάι. Είναι χτισμένη στα νοτιοανατολικά παράλια του ομώνυμου κόλπου, σχετικά κοντά στην Αντιόχεια. Στο παρελθόν ήταν γνωστή και ως Αλεξανδρέτα. Η πόλη είναι το κέντρο διακίνησης… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»